Τα συστηματικά αυτοάνοσα νοσήματα προσβάλλουν το 3%-6% του γενικού πληθυσμού και αποτελούν την τρίτη αιτία νοσηρότητας και θνητότητας στην εσωτερική παθολογία.
Τα νοσήματα αυτά χαρακτηρίζονται από την παρουσία αυτοδραστικών κυττάρων του ανοσολογικού συστήματος, τα οποία αναγνωρίζουν ίδια αντιγόνα του οργανισμού και ονομάζονται αυτοαντιγόνα. Τα κύτταρα αυτά παράγουν αντισώματα κατά αυτοαντιγόνων που λέγονται αυτοαντισώματα. Τα αυτοαντισώματα έχουν μελετηθεί εκτενώς τα τελευταία πενήντα χρόνια και έχει αποδειχθεί ότι η παρουσία συγκεκριμένων τύπων συσχετίζεται με συγκεκριμένες νόσους. Παραδείγματα είναι τα αντισώματα κατά διπλής έλικας DNA και Sm τα οποία συσχετίζονται με το συστηματικό ερυθηματώδη λύκο, τα αντισώματα κατά φωσφολιπιδίων και β2-GPI με το σύνδρομο αντιφωσφολιπιδίων και τα αντισώματα κατά ScL-70 με τη συστηματική σκληροδερμία. Τα αυτοαντισώματα αυτά συνεισφέρουν στη διάγνωση των αντίστοιχων νοσημάτων και είναι απολύτως αναγκαία για την καθ’ ημέρα κλινική πράξη. Μερικά από τα αυτοαντισώματα, όπως π.χ. τα αντισώματα κατά διπλής έλικας DNA σε συνδυασμό με χαμηλό συμπλήρωμα συσχετίζονται με εξάρσεις νόσων, όπως στην προκειμένη περίπτωση, νεφρίτιδα του συστηματικού ερυθηματώδους λύκου.
Η μελέτη αυτοαντισωμάτων αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι μαζί με την κλινική εκτίμηση για τη μελέτη των ασθενών με συστηματικά αυτοάνοσα νοσήματα.